Le peintre Diamantis Diamantopoulos (1914-1995) reste à
ce jour le plus énigmatique des peintres de la génération des années 30, bien
que son travail ait été analysé de manière assez superficielle et en se concentrant
sur ses thèmes ou ses paramètres sociologiques. Il
fût l'une des figures les plus impressionnantes de notre peinture au cours du
XXème siècle et tenta, avant la « construction » de quelque image visuelle, d’inventer
le langage propre à cette image. Ainsi,
son expérimentation va du cubisme à la poétique du surréalisme et à l’art
métaphysique par un renouvellement du vocabulaire plastique.
Il écrit : « La peinture, piégeant le spectateur au
travers de ses harmonies visuelles, l'informe de la situation de la réalité
naturelle et collective, et suggère indirectement une attitude face à cette
réalité ou une manière d’agir en elle … ». Dans la préface de la même version
qui a été réimprimée de la revue annuelle « Chroniko » éditée par la
galerie « Ora », Diamantopoulos fait valoir que depuis 1931 il menait
une réflexion théorique sur le problème et, en 1936, il publia dans le magazine
« Trito Mati » une étude intitulée "Détermination des œuvres".
La vie de Diamantopoulos se partage en deux périodes durant lesquelles il publie son travail : 1941-1949 et 1975-1980. En 1978, Dimitris Papastamos, alors directeur de la Pinacothèque Nationale, y organise une grande rétrospective, puis suivent « Les machines et le temps » à la galerie « Ora » du peintre Asandour Bacharian en 1980. Le point culminant de sa présence publique, à l'étranger, est sa participation à l’Europalia (Bruxelles, 1982), il retourne ensuite en silence jusqu'à sa mort. Comme l’écrit Emmanouil Kasdaglis dans son hommage dans le journal Kathimerini (09/03/95) : « Il s’était enfoncé dans un désespoir sans fond ... "
La vie de Diamantopoulos se partage en deux périodes durant lesquelles il publie son travail : 1941-1949 et 1975-1980. En 1978, Dimitris Papastamos, alors directeur de la Pinacothèque Nationale, y organise une grande rétrospective, puis suivent « Les machines et le temps » à la galerie « Ora » du peintre Asandour Bacharian en 1980. Le point culminant de sa présence publique, à l'étranger, est sa participation à l’Europalia (Bruxelles, 1982), il retourne ensuite en silence jusqu'à sa mort. Comme l’écrit Emmanouil Kasdaglis dans son hommage dans le journal Kathimerini (09/03/95) : « Il s’était enfoncé dans un désespoir sans fond ... "
Με αφορμή την έκθεσή του τον ερχόμενο Νοέμβριο στο
Μουσείο Μπενάκη
Ο Διαμαντόπουλος
παραμένει μέχρι σήμερα ο πιο αινιγματικός από τους ζωγράφους της γενιάς του '30
ενώ το έργο του έχει διαβαστεί μάλλον επιδερμικά και με έμφαση στη θεματολογία
ή τις κοινωνιολογικές παραμέτρους του. Υπήρξε όμως μια από τις πλέον
επιβλητικές προσωπικότητες της ζωγραφικής μας κατά τον 20ο αιώνα και
προσπάθησε, πριν από την “κατασκευή” της όποιας εικαστικής εικόνας, να εφεύρει
γλώσσα για την εικόνα αυτή. Έτσι, ο πειραματισμός του περνάει από τον κυβισμό
στην ποιητική του υπερρεαλισμού και στη μεταφυσική τέχνη επιχειρώντας ανανέωση
του πλαστικού λεξιλογίου.
Γράφει ο ίδιος: «Το έργο της ζωγραφικής, παγιδεύοντας τον θεατή μέσω των
οπτικών του αρμονίων, τον πληροφορεί για την κατάσταση της φυσικής και
συλλογικής πραγματικότητας και του προτείνει έμμεσα μια στάση απέναντι σε αυτή
την πραγματικότητα ή ένα τρόπο δράσης μέσα σ' αυτήν...»[1] Στον
πρόλογο της ίδιας έκδοσης που υπήρξε ανάτυπο της ετήσιας επιθεώρησης “Χρονικό”
την οποία εξέδιδε η αίθουσα τέχνης Ώρα, ο Διαμαντόπουλος υποστηρίζει ότι από το 1931 σκεφτόταν θεωρητικά πάνω στο
πρόβλημα και το 1936 έδωσε στο περιοδικό “Τρίτο Μάτι” μια μελέτη με τίτλο
“Καθορισμός των έργων”[2].
Στη ζωή του
Διαμαντόπουλου υπάρχουν δυο περίοδοι κατά τις οποίες δημοσιοποιεί την εργασία
του: 1941-49 και 1975-80. Το 1978 ο Δ Παπαστάμος του οργανώνει μια μεγάλη
αναδρομική παρουσίαση στην Εθνική Πινακοθήκη και ακολουθούν “Οι μηχανές και ο
χρόνος' στη γκαλερί του Μπαχαριάν το 1980. Αποκορύφωμα της δημόσιας παρουσίας
του και στο εξωτερικό αποτελούν οι συμμέτοχες του στα Europalia (Βρυξέλλες, 1982), μετά επιστρέφει στη
σιωπή μέχρι τον θάνατό του. Όπως θα γράψει ο Ε.Χ. Κάσδαγλης στο αφιέρωμα της
“Καθημερινής (3/9/95): “Είχε βουλιάξει πια σε απύθμενη απελπισία...”[3]
Μάνος Στεφανίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου