Ζούμε υπό καθεστώς κατοχής. Βιώνουμε μιαν εισβολή. Οχι πια τη χαρά της ανταλλαγής ή της επικοινωνίας. Το ξένο που σταδιακά γίνεται εντόπιο και αφομοιώνεται... Αλλά την αλαζονεία της επίθεσης εκείνων που «γνωρίζουν» προς αυτούς που «αγνοούν». Τα εικαστικά μας πράγματα, καθοδηγούμενα από μιαν ομάδα ιδιωτικών συμφερόντων -η οποία καταφανώς υπερβαίνει το κράτος, το ράθυμο και συμπλεγματικό, ως προς την αποτελεσματικότητα-, εδώ και χρόνια θυμίζουν τη διαδικασία του μουρουνόλαδου επί Μεταξά. Αν θες να «μάθεις» πρέπει να το πιεις. Εστω και με το ζόρι. Από την άλλη, οι «μεσάζοντες», οι μουρουνολαδοφόροι, έχουν κερδίσει πάμπολλα χρήματα. Εχοντας τέτοιο background οργανώνουν δημοπρασίες, εκθέσεις, ανοίγουν (και κλείνουν) γκαλερί, πουλάνε τα πάντα στους πάντες και ενημερώνονται από τον freepress που είναι και lifestyle και τζάμπα. Το αμερικανικό όνειρο, όπως το ενσαρκώνει δηλαδή η Coca Cola: Ηδονή χωρίς τίμημα. Αμαρτία χωρίς αμάρτημα.
Ο Νίτσε αποδεικνύει ως πρώτος αυτοέγκλειστος του μοντερνισμού -θα τον ακολουθήσουν ο Αρτό αλλά κι ο Χαλεπάς ή ο Παρθένης· ο Μ. Οικονόμου, ο Μπουζιάνης κι ο Διαμαντόπουλος- πως η τέχνη είναι ανώτερη από την αλήθεια. Εφόσον η «αλήθεια» δεσμεύεται από τους επαγγελματίες ηθικολόγους* και τα -επισφαλή- δεδομένα μιας συνείδησης η οποία θέλει να εννοήσει το απερινόητο και να περιγράψει ό,τι δεν περιγράφεται. Το πάθος δηλαδή και την έκσταση. Αυτό το είδος της τέχνης που ο Νίτσε διαφοροποιεί ριζικά από την τρέχουσα χρήση της γλώσσας, την ανεπάρκεια των «απεικονίσεων» και εκείνο το μέρος της συνείδησης που βιώνεται αποκλειστικά ως λέξεις. Με το δημόσιο νόημά τους.
Ας παραφράσουμε λίγο τον Βιτγκενστάιν: «Εστω ότι θέλουμε να δούμε την ομορφιά του κήπου της Εδέμ. Μας εμποδίζει όμως ένας τεράστιος τοίχος. Σκαρφαλώνουμε λοιπόν σ' αυτόν με τη βοήθεια μεγάλης, πολιορκητικής σκάλας. Μόλις, όμως, φτάσουμε επάνω δεν την έχουμε πια ανάγκη. Την πετάμε πίσω μας». Αυτή η «κλίμακα του Ιακώβ» είναι η γλώσσα. Μας βοηθάει μέχρις ενός σημείου. Μετά μας είναι άχρηστη έως επικίνδυνη. Η οντολογική εμπειρία την υπερβαίνει. Η τέχνη πάλι, είναι ο κόσμος που εκτείνεται πέραν του ορίου του κόσμου της γλώσσας. Φτάνεις όμως ώς εκεί με τη γλώσσα οδηγό. Κι αφού μετατρέψεις πρώτα σε ιδιωτικό τον δημόσιο, τον κοινόχρηστο χαρακτήρα της. Κι όχι αλλιώς. Τώρα πια η «αλήθεια», η μία και αναλλοίωτη, έχει καταστεί προσωπική υπόθεση. Μπορείς να την κάνεις ό,τι θέλεις. Να την κόψεις σε κομματάκια χαρτιού και να καλύψεις μ' αυτή τον κόσμο. Οπως έκανε με τα ποιήματά του ο Ούγκο Βολφ στο καφέ Βολτέρ. Χιλιάδες αλήθειες, χαρτοπόλεμος!
Βλέπω φιλότεχνους στην Ιάσονος και στη Λεωνίδου να ψάχνουν έργα τέχνης ανάμεσα στα μπορντέλα του Μεταξουργείου και τα πακιστανικά καφενεία. Κυριακή πρωί, σεμνοί και καθαροί Ινδοί επισκέπτονται τα «σπίτια» όπως οι συμπεθέρες της επικράτειας πηγαίνουν στην εκκλησία. Αμφότεροι εκτελούν βαθύτατο θρησκευτικό καθήκον. Κι έπειτα έρχονται οι νεόπλουτοι από τη Φιλοθέη και κοιτάνε την περιοχή σαν υπνωτισμένοι αναζητώντας «τέχνη». Η τέχνη, δηλαδή η ζωή, με τις μυρωδιές και τον ιδρώτα της, είναι εμπρός τους αλλά αυτοί δεν τολμάνε να τη νιώσουν, αν δεν την καταστρέψουν. Σαν τον κάπτεν Κουκ με τους ιθαγενείς της Πολυνησίας.
Απ' την άλλη αρπαχτές από τη «Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα» ώς την «Πάτρα», με μουσεία μοντέρνας τέχνης ενδιάμεσα και θηριώδεις ιδιώτες. Ασχημονούν «θιγόμενοι» και πλουτίζουν «προσβεβλημένοι», χωρίς να εισπράττουν καν την κοινωνική απομόνωση. Στον πολτό που ζούμε τα σαπρόφυτα νομίζουν ότι νίκησαν. Στην Πειραιώς ο Μάριο Μπότα σκηνοθέτησε μαγικά τα σχέδια του Ντίρενματ με τους Μινώταυρους και τις γυναίκες τους αλλά στα εγκαίνια ήταν η εγκυμονούσα Βερονίκ και τρεις ακόμη. Αντιθέτως, το ίδιο βράδυ στο Tessera όλη η Αθήνα έψαχνε τη διαφορά ανάμεσα στο πορνό και την τέχνη (λες και δεν ήξερε). Αυτή είναι η ελληνική avantgarde: κακοπληροφορημένοι, τζάμπα μάγκες. Στις μέρες μας η ιστορία της τέχνης σταμάτησε (προσωρινά;) για να ορίσει πάλι τις έννοιες του τόπου και του χρόνου. Το πατατράκ στη Βενετία τα τελευταία έτη -και φέτος- δεν με χαροποιεί. Ο Σαμαράς θα τους τύπτει όμως μια ζωή. Αυτούς που όσο πιο πολύ υποδύονται τους πρωταγωνιστές τόσο πιο επαρχιώτες αποδεικνύονται. Σαν τους παράγοντες της Θεσσαλονίκης (που είναι πρώτα χριστιανοί και μετά φιλότεχνοι). Επαγγελματίες χωρίς μέτρο και μετρό.
Αμήν.
*Τους ονόμαζε «δασκάλους των τύψεων».
ΥΓ. 1 Οι ηλίθιοι ονομάζουν «ύβρη» το χιούμορ.
ΥΓ. 2 Με το αρχέγονο ένστικτό της η τέχνη, μακριά από εργαλειακές συμπεριφορές, διεκδικεί πάλι ό,τι η κοινωνία απωθεί: χειρωνακτικές διαδικασίες, συλλογικές σχέσεις, ομαδικές τελετές.
7 - 01/07/2007
Ο κ. Βουλγαράκης όταν είχε μαλλιά.
κείμενο που χτυπά την ουσία, μα η ουσία και τα αίτια είναι πολλά, για να μην πω το κλισέ ότι αφού δεν λειτουργεί σωστά κάποιος κοινωνικός τομέας, πως είναι δυνατόν τα πράγματα στη τέχνη να είναι αλλιώς. Την τέχνη και τη λειτουργία της την "κατανοείς" μέσα από την παιδεία και που η εκπαίδευση συμβάλει σε αυτήν, πως να καταλάβει ο άλλος όχι μόνο το μέτρο αλλά και να κατανοήσει-αναλύσει τα "σημεία", τον τρόπο που διαρθρώνονται οι "σημασίες", και πως θα καταλάβει ότι κάποια παραγόμενα έργα και φαινόμενα στη Τέχνη δεν (θα έπρεπε) να είναι σημασίες ενός κλειστού κοινωνικού φαινομένου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕσείς καλά τα γράφετε, και μερικοί από εμάς καλά τα κατανοούμε και τα πράττουμε (καλλιτεχνική πράξη) αλλά το πεδίο κατανόησης είναι ακόμα ανεκμετάλλευτο και δεν έχει έχει πλήρως κατανοηθεί, τολμώ να πω, και από ιθύνοντες που έχουν κάνει το θέμα αυτό επάγγελμα
καλό σας βράδυ.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα όρια ενός κειμένου εφημερίδας είναι περιορισμένα. Χρειαζόμαστε μεγαλύτερες θεωρητικές αναλύσεις που να μην φοβούνται το ρίσκο μιας ερμηνίας και που να συγκρίνουν την Ελλάδα με το κόσμο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ για το διάλογο.
Ωραιο ποστ.Συμφωνω και επαυξανω
ΑπάντησηΔιαγραφήΚύριε Στεφανίδη καλησπέρα,
ΑπάντησηΔιαγραφήδεν πρόκειται ακριβώς για σχόλιο επί του κειμένου σας. Επι τη ευκαιρία τα κείμενά σας είναι τουλάχιστον ενδιαφέροντα και πηγές σκέψης, σύγκρουσης, διαφωνίας και συμφωνίας. Το σχόλιο μου είναι φιλολογικό, διότι στο τελευταίο σας κείμενο (περισσότερο παράθεση αλληλογραφίας με αναγνώστες) στο τέλος γράφετε τη φράση "Δει δη χρόνου". Επειδή υποθέτω ότι παραφράζετε τη γνωστή φράση του Δημοσθένη για τα χρήματα και επειδή θα έλεγα ότι χρησιμοποιείτε τη γλώσσα ορθά και εύστοχα σας επισημαίνω ότι η φράση "δει δη χρημάτων" είναι ανύπαρκτη στο έργο του Δημοσθένη. Η μόνη φράση του Δημοσθέση που υπάρχει είναι "Δει ΔΕ χρημάτων..." (δηλαδή 'χρειάζονται λοιπόν χρήματα')Ολυνθιακός Α΄, 20, 8.Άλλωστε το "Δει δη χρημάτων" δε σημαίνει κάτι. Με εκτίμηση και καλό καλοκαίρι. Αλέξανδρος Σακελλαρίου