Καρυδιά. Ξύλο αθάνατο. Μασίφ. Κατασκευή
επιμελημένη. Το φέρετρο έτσι σκουρόχρωμο από μασίφ καρυδιά, το αιώνιο ξύλο, δεν
παίζεται. Πολυτέλεια και κύρος. Ο νεκρός πάλι μέσα περί άλλα ετύρβαζε και
αδιαφορούσε και για τα ξύλα και για τις μασίφ κατασκευές. Αυτός επειγόταν να
τελειώνει μια ώρα αρχύτερα με τα διαδικαστικά για να δει μετά τι θα κάνει, πως
θα πορευθεί στο μέλλον ως μακαρίτης, κι αν έχει, τουλάχιστον, μέλλον εκεί στο
επέκεινα .Το μέλλον που του αρνήθηκε η ζωή. Το ξύλο όμως ήταν καρυδιά κι ήταν
αθάνατο ό, τι κι αν πείτε. Αν μπορείτε να συλλάβετε το σημειολογικό υπονοούμενο
του πράγματος, τον συμβολισμό του.
Κατ’ άλλα η κηδεία εξελισσόταν ομαλά, οι
πολυέλαιοι έλαμπαν κατά το ειωθός, οι παπάδες έψελναν λυπητερά, οι συγγενείς
έκλαιγαν sotto voce, οι φίλοι δάκρυζαν με
αξιοπρέπεια και τα κοράκια σοβαρά εξωτερικώς, έβραζαν από μέσα ανυπόμονα γιατί
ακολουθούσε κι άλλη κηδεία και γιατί το φέρετρο ήταν μασίφ κι ήταν καρυδιά και
μόνο όποιος το χει κουβαλήσει, γνωρίζει αληθινά την αξία του. Όλοι οι υπόλοιποι
παρακαλώ silence.. Τι άλλο, λοιπόν, να προσθέσει κανείς παρά τα τυπικά,
ζωή και θάνατος ένα ο δρόμος και μακαρία η οδός και αλίμονο σ’ εκείνους που
μένουν και βέβαια την κορωνίδα πως δηλαδή ο νεκρός ξεκουράστηκε. Μια κοινοτοπία
που τη λένε όλοι αλλά κατά βάθος δεν την πιστεύει κανείς. Και πάνω απ’ όλα ο
νεκρός που την ακούει στωικά μεν αλλά και που τον πνίγει το δίκαιο εφόσον δεν
νιώθει διόλου κουρασμένος ,άλλα πράγματα νοιώθει που δεν είναι της ώρας να
εξηγήσει και που κ’ εγώ δεν αισθάνομαι καθόλου κατάλληλος να αναπτύξω.
Η ιστορία έμοιαζε να τελειώνει κάπου εδώ
ίδια και απαράλλαχτα όπως εκατομμύρια άλλες φορές σε ανάλογες περιπτώσεις όταν
τη κρίσιμη στιγμή –που λένε και στα μυθιστορήματα- έγινε κάτι που άλλαξε ριζικά
τα φορά των πραγμάτων και που, σχεδόν ανεπαίσθητα, η φυσική μεταλλάχθηκε σε
μεταφυσική. Μια κοινή, μια συνηθισμένη μύγα αψηφώντας τη ζέστη την ανυπόφορη
και τη πολυκοσμία ζώντων και τεθνεώτος -ή μάλλον ακριβώς γι’ αυτό- εμφανίστηκε
από το πουθενά ζωηρή, έκοψε τις βόλτες της πάνω από το ανοιχτό φέρετρο κι
έπειτα στρογγυλοκάθισε ακριβώς στη γωνία της μύτης του νεκρού. Εκείνος σιωπηλός
από αμηχανία ή επειδή άρχισε να συνηθίζει τον καινούργιο του ρόλο, υποδύθηκε
τον πελιδνά ατάραχο, τον ψυχρό και αναίσθητο. Η μύγα σαν για να ελέγξει τις
αντιδράσεις του περίγυρου -για τον νεκρό, φώς φανάρι, αδιαφορούσε- και έχοντας
αντιληφθεί ότι μια τεθλιμμένη την αντιλήφθηκε, έκανε πως σηκώνεται, καθάρισε τα
φτεράκια της, ανέβηκε λίγο ως τα λαμπερά φώτα, κατέβηκε πιο χαμηλά αργόσχολη,
δήθεν πως φεύγει, βολιδοσκόπησε τον στόχο της, έκανε τον κεκανονισμένο θόρυβο,
το έπαιξε λίγο πεταλούδα ανέμελη, λίγο μέλισσα ζουζουνιστή, για να θολώσει τα
νερά, κι έπειτα αναλαμβάνοντας τον φύσει ενοχλητικό της ρόλο επέστρεψε στη μύτη
του νεκρού αφού πρώτα προσγειώθηκε όλο χάρη στο μεσοφρύδιο διάστημα. Η
τεθλιμμένη συγγενής έκανε τότε να τη διώξει με το μαυροφορεμένο χέρι της αλλά
αυτόματα συγκρατήθηκε αναλογιζόμενη τη σοβαρότητα της στιγμής και το γελοίο της
πράξης. Η μύγα περίφροντις στριφογύρισε τους οφθαλμούς με εκείνο το μοναδικό
τρόπο των κολεοπτέρων, περιεργάστηκε μ’ εμβρίθεια το όλο σκηνικό κι αφού
βεβαιώθηκε πως δεν την απειλεί τίποτε και κανείς, με περίσσια αυτοπεποίθηση
άρχισε να σεργιανίζει πάνω-κάτω στη μύτη του νεκρού σαν στρατηγός που επιθεωρεί
τα στρατεύματα του απ’ τη κορυφή ενός λόφου. Η εικόνα με την μύγα Ναπολέοντα
ήταν όντως φαιδρή αλλά το πλήρωμα της κηδείας παραδομένο σε γόνιμη θλίψη και
αποφασισμένο να αυτοπαρηγορηθεί το ταχύτερο δυνατό ,δεν έδωσε σημασία. Για ν’
ακριβολογώ δεν έδωσε κανείς σημασία πλην ενός. Γιατί υπήρχε ένας και μάλιστα
νεκρός ο οποίος είχε πραγματικά ενοχληθεί. Όχι ότι γαργαλήθηκε ή ότι σιχάθηκε,
οι απελθόντες δεν έχουν τέτοιες αισθητήριες ευαισθησίες αλλά πώς να το πω ,το
θεώρησε και ασέβεια και γρουσουζιά εκείνη τη τόσο επίσημη στιγμή της ζωής του ή
μάλλον του θανάτου του, στη πρώτη του έξοδο ως νεκρός να μην ευφραίνεται με τις
ψαλμωδίες, ούτε να κολακεύεται από τους θρήνους αλλά να ασχολείται, ν’
αποσπάται η προσοχή ενός νεότευκτου νεκρού, από το ... περπάτημα μιας μύγας. Ε,
λοιπόν μια και δυο και χωρίς να το καλοσκεφτεί, άπειρος ων, προσπάθησε παρά την
ακαμψία και την παγωμάρα του να σαλέψει απειροελάχιστα τη μύτη του τόσο ώστε να
ξεκουμπιστεί το ζωύφιο. Τι το’ θελε; Παρότι ανεπαίσθητη η κίνηση του, έγινε
αντιληπτή από το φιλοθέαμον ,λυπημένο κοινό του που όπως και να το κάνουμε ,δεν
είχε για άλλον μάτια εκείνη τη στιγμή παρά γι’ αυτόν και το κακό ξέσπασε. Η
χήρα έβαλε τσιρίδες δείχνοντας με φρίκη προς το πτώμα, οι παπάδες σταμάτησαν τη
νεκρώσιμη ακολουθία σκανδαλισμένοι πάνω που έλεγαν το “συνεκλάμπον” και ο
κόσμος παντελώς άγευστος του επέκεινα και των χαρακτηριστικών του σάλεψε
γεμάτος δέος και περιέργεια. «Θαύμα-θαύμα!» αναφώνιζαν μερικοί αφελείς κι ένας
επαγγελματίας θρησκευόμενος. Μόνο η μύγα διατήρησε τη ψυχραιμία της σ’ εκείνα
τα κρίσιμα δευτερόλεπτα, μαθημένη μάλλον απ’ τα σουσούμια των νεκρών και την
υποβολή της πτωμαϊνης. Χωρίς πανικό, θα λεγα ράθυμα, άνοιξε τα φτερά της με
ήρεμο βολ πλανέ, κάπως σαν ενοχλημένη αλλά και υπαρξιακά περήφανη και
αξιοπρεπής, ίδια βασίλισσα της Αγγλίας ή άλλου κράτους που όμως να φημίζεται
για την ψυχραιμία και την αυτοσυγκράτηση των πολιτών του, ανέβηκε ως το ύψος του
τρούλου υποδυόμενη με χάρη πότε την πεταλούδα-ψυχή και πότε αυτό το ίδιο το
Άγιο Πνεύμα, το συνεκλάμπον, άλλωστε, μετά του πνεύματος του κεκοιμημένου
αδελφού μας. Έπειτα, καλομαθημένη γλίστρησε από μια χαραμάδα του ουρανού στον
Παράδεισο, αλλά αυτό θα σας το αφηγηθώ σ’ άλλη ιστορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου